- υπερήλικος
- -η, -οο πολύ ηλικιωμένος, αυτός που έχουν περάσει τα χρόνια του: Υπερήλικοι ζουν στα γηροκομεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερήλικος — η, ο / ὑπερῆλιξ, ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήλικος / ῆλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. αν ήλικος, μεσ ῆλιξ] … Dictionary of Greek
πατριάρχης — Ο αρχηγός της πατριάς, όνομα που στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδεται στους απώτερους προπάτορες των Εβραίων. Οι π. εκείνοι διακρίνονται σε προκατακλυσμιαίους (από τον Αδάμ έως το Νώε, δέκα συνολικά) και σε μετακατακλυσμιαίους (από τον Σημ, γιο του Νώε … Dictionary of Greek
υπερήλικας — ο, Ν βλ. υπερήλικος … Dictionary of Greek
υπερήλιξ — ήλικος, ο, η / ὑπερῆλιξ, ὁ, ἡ, ΝΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερήλικος … Dictionary of Greek